αλασταίνω

αλασταίνω
ἀλασταίνω (Α)
ἀλαστώ*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακταίνω — ἀκταίνω (Α) (στη φρ.) «ἀκταίνω στάσιν» (διαφ. γραφή «ἀκταίνω βάσιν», Αισχ. Ευμ. 36) σηκώνω, ορθώνω το ανάστημα μου, είμαι όρθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Το πιθανότερο είναι πως η λ. συνδέεται με το ἄγω, οπότε το ἀκταίνω είναι επηυξημένος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”